- περιπυκάζω
- Α1. καλύπτω κάτι ολόγυρα, καλύπτω πυκνά2. (μέσ. και παθ.) περιπυκάζομαιέχω πυκνό, παχύ κάλυμμα («περιπυκάζεσθαι τὰς τρίχας ἀμφὶ τὸ σῶμα», Κτησ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πυκάζω «καλύπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπυκάζοντα — περιπυκάζω encompass thickly pres part act neut nom/voc/acc pl περιπυκάζω encompass thickly pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπυκασθεῖσαν — περιπυκάζω encompass thickly aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπυκασάμενοι — περιπυκάζω encompass thickly aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπυκάζουσα — περιπυκάζω encompass thickly pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)